- ρυθμόμετρο
- το, Νμουσικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ίσων χρονικών διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + μέτρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμόμετρον, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.