ρυθμόμετρο

ρυθμόμετρο
το, Ν
μουσικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση ίσων χρονικών διαστημάτων ή τών διαφόρων ταχυτήτων ρυθμικής αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + μέτρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ῥυθμόμετρον, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”